ανεπίδεχτος
Смотреть что такое "ανεπίδεχτος" в других словарях:
ανεπίδεκτος — ανεπίδεκτος, η, ο και ανεπίδεχτος, η, ο επίρρ. α ανίκανος να δεχτεί κάτι, μη επιδεκτικός: Οι δάσκαλοί του τον είχαν χαραχτηρίσει ως ανεπίδεκτο για μάθηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)